- καταθεώμαι
- καταθεῶμαι, -άομαι (Α)1. κατοπτεύω, βλέπω, παρατηρώ από ψηλό τόπο προς τα κάτω2. παρατηρώ προσεκτικά3. εξετάζω, μελετώ4. λογαριάζω με τον νου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + θεῶμαι «βλέπω, παρατηρώ» (< θέα)].
Dictionary of Greek. 2013.