καταθεώμαι

καταθεώμαι
καταθεῶμαι, -άομαι (Α)
1. κατοπτεύω, βλέπω, παρατηρώ από ψηλό τόπο προς τα κάτω
2. παρατηρώ προσεκτικά
3. εξετάζω, μελετώ
4. λογαριάζω με τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + θεῶμαι «βλέπω, παρατηρώ» (< θέα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταθεῶμαι — καταθεάομαι look down upon pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) καταθεάομαι look down upon pres ind mp 1st sg καταθεάομαι look down upon pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) καταθεάομαι look down upon pres subj mp 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”